Η τοποθέτηση των τιμίων δώρων στην αγία τράπεζα συμβολίζουν την ταφή του Χριστού. Το Άγιον Πνεύμα επισκιάζει τον ιερέα και τον διάκονο για την ολοκλήρωση της Θ. Λειτουργίας. Κατά την εκτενή ο διάκονος παρακαλεί τον Θεό να μας ελευθερώσει από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. Συνήθως θλιβόμεθα όταν μας εγκαταλείπει ο Θεός, και τούτο παραχωρείται για να συναισθανθεί ο υπερήφανος την αδυναμία του και να ταπεινωθεί. Δίχως ταπείνωση αφαιρούνται από τον άνθρωπο τα θεία χαρίσματα.
Δυστυχώς οι ανάγκες σήμερα έχουν αυξηθεί πολύ. Δεν ζητάμε πλέον τ’ απαραίτητα αλλά τα περιττά και υποδουλωνόμαστε κι αγχωνόμαστε στα δευτερεύοντα κι ανούσια. Δεν τρέχουμε στην εκκλησία όπως οι πυρπολημένες από αγάπη στην καρδιά τους άγιες μυροφόρες στον τάφο του Χριστού, αλλά από τον πολύ φόβο των πολλών κακών, αναγκών και περιστάσεων.
Ζητάμε να μας παράσχει ο Κύριος ημέρα τέλεια, άγια και ειρηνική. Τούτο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την πνευματική τελειότητα, που καλούμεθα ν’ αποκτήσουμε στο τέλος της Θ. Λειτουργίας, ώστε εξερχόμενοι του ναού νάμαστε μεταμορφωμένοι με βιώματα ισχυρά που θα διατηρήσουν ειρηνική τη ζωή μας παρά τις καθημερινές αντιξοότητες. Ζητάμε να μας συνοδεύει άγγελος Κυρίου, άγγελος ειρήνης, για να ειρηνεύει τη ζωή μας. Ζητάμε άφεση των αμαρτιών μας και κυρίως τα καλά και συμφέροντα για τις ψυχές μας, αυτά που πράγματι είναι για το σωτηριώδες συμφέρον μας.